- αγγείο
- τό1) сосуд, посудина; горшок; 2) ночной горшок; подкладное судно;
§ κακό αγγείο — година, подлец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κακό αγγείο — година, подлец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειό — το 1. δοχείο, ιδιαίτερα το ουροδοχείο: Ήταν πολύ άρρωστος και του πήγαιναν το αγγειό. 2. ελεεινός άνθρωπος: Αυτός είναι κακό αγγειό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγείο — το 1. δοχείο για υγρά από οποιαδήποτε ύλη, κυρίως όμως πήλινο: Τα αγγεία της αρχαιότητας είχαν ποικίλα σχήματα. 2. ελαστικός σωλήνας στο σώμα του ανθρώπου και των ζώων που περιέχει αίμα ή λέμφο (φλέβες, αρτηρίες κτλ.): Έσπασε κάποιο αγγείο, είπε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φρανσουά, αγγείο του– — Ελληνικός κρατήρας (570 560 π.Χ.), αριστούργημα της ελληνικής κεραμικής, έργο του αγγειοπλάστη Εργότιμου και του αγγειογράφου Κλιτία. Βρέθηκε το 1844 κοντά στο Κιούζι της Ιταλίας από τον Γάλλο αρχαιολόγο Αλεξάντρ Φρανσουά, από τον οποίο και πήρε… … Dictionary of Greek
κύπελλο — Αγγείο σε σχήμα κάλυκα άνθους, με λαβές ή χωρίς λαβές, με κυκλικό στόμιο και πόδι. Αντικείμενο πανάρχαιο, γνωστό από τη νεολιθική εποχή, εμφανίζεται σε ανεπτυγμένη μορφή στον μινωικό και κυρίως στον μυκηναϊκό πολιτισμό, οπότε δημιουργήθηκαν… … Dictionary of Greek
αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… … Dictionary of Greek
κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… … Dictionary of Greek
πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… … Dictionary of Greek
αγγειώνω — [αγγείο] εφοδιάζω με αιμοφόρα αγγεία και, διά μέσου αυτών, με αίμα τα διάφορα όργανα τού σώματος … Dictionary of Greek
λεπαστή — Αγγείο μεγάλων διαστάσεων (είδος κύλικα), το οποίο χρησίμευε ως ποτήρι στα συμπόσια των αρχαίων Ελλήνων. Η λ., η οποία έχει μονόκογχο σχήμα, οφείλει την ονομασία της στο οστρακοειδές λεπάς, το οποίο διαθέτει μονόκογχο όστρακο. * * * λεπαστή ή… … Dictionary of Greek